- σεμνοπρέπεια
- ησεμνή συμπεριφορά, ευπρέπεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σεμνοπρεπείᾳ — σεμνοπρεπείᾱͅ , σεμνοπρέπεια grave fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνοπρέπεια — grave fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνοπρέπεια — η, ΝΜΑ [σεμνοπρεπής] σεμνοπρεπής συμπεριφορά, σοβαρή και σεμνή εμφάνιση και διαγωγή, ευπρέπεια αρχ. φρ. «ἡ σὴ σεμνοπρέπεια» (ως προσφώνηση) η εξοχότητά σου … Dictionary of Greek
σεμνοπρεπείας — σεμνοπρεπείᾱς , σεμνοπρέπεια grave fem acc pl σεμνοπρεπείᾱς , σεμνοπρέπεια grave fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνοπρέπειαν — σεμνοπρέπεια grave fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνοπρεπής — ές, ΝΜΑ, και σεμνόπρεπος, η, ο, Ν ο σεμνός και σοβαρός στους τρόπους του, στη συμπεριφορά του αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ σεμνοπρεπές η σεμνοπρέπεια. επίρρ... σεμνοπρεπώς / σεμνοπρεπῶς ΝΜΑ με ευπρέπεια, με σοβαρότητα («μέχρι Μάρκου σεμνοπρεπῶς… … Dictionary of Greek